μεδίμνου

μεδίμνου
μέδιμνος
a medimnus
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… …   Dictionary of Greek

  • OVIS — I. OVIS apud romanos Maxima hostia dicta est. Festus Maximam hostiam ovilli pecoris, appellabant, non ab amplitudine corporis, sed ab animo plaecidiore. Vide Meursium Notis in Phaedr. l. 3. fab. 4. v. 11. Sed expiari poss maiore hostiâ; ut et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TESTAMENTUM — I. TESTAMENTUM alienationis species est, et iuris naturalis. Quamvis enim id, ut actus alii, formam certam accipere possit a iure civili, ipsa tamen eius substantia cognata est dominio, et eô datô iuris naturalis. Possum enim rem meam alienare,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VICTIMA — Isidoro sacrificium proprie erat, quod post victoriam, superatis hostibus; Diis offerebatur: hinc ut videtur, dicta: an quod vi ictus caderet percussa? an quod vincta ad aram staret? Nonnumquam cum Hostia confunditur. Namque Ovidiô teste, l. 1.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εκτεύς — ἑκτεύς, ο (Α) μέτρο σιτηρών κ.ά. ξηρών καρπών ίσο με το ένα έκτο τού μεδίμνου …   Dictionary of Greek

  • ημίεκτον — ἡμίεκτον και ἡμιέκτεων και ἡμιεκτέον και ἡμιέκτειον, το (Α) 1. μισός εκτεύς* 2. αγγείο που περιέχει μισόν εκτέα 3. φρ. «ἡμίεκτον χρυσοῡ» οκτώ οβολοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εκτον (< εκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. αμφί εκτον] …   Dictionary of Greek

  • μεδιμναίος — μεδιμναῑος, α, ον (Α) [μέδιμνος] (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει μέγεθος μεδίμνου ή αυτός που χωρεί έναν μέδιμνο …   Dictionary of Greek

  • συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • τριημίεκτον — τὸ, Α ένας και μισός εκτεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + εκτον (< ἑκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. ἀμφί εκτον] …   Dictionary of Greek

  • τριτεύς — έως, ὁ, Α το ένα τρίτο τού μεδίμνου, δέκα χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κατάλ. εύς*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”